τα σόσιαλ νέτγουορξ(!) ήρθαν στη ζωή μου κάπου στα δεκαπέντε.τότε της μόδας ήταν το hi5.δεκαπεντάχρονα από χώρες σχιστομάτηδων κυριαρχούσαν στο χώρο,αλλά τα Ελληνόπουλα δεν άργησαν να το ανακαλύψουν.την ίδια περίοδο γεννήθηκε το φέισμπουκ.ή ένα χρόνο πριν,δε θυμάμαι.έκανα κι απ αυτό,χωρίς να το χρησιμοποιώ,γιατί δεν είχε κανείς γνωστός μου.
το hi5 λοιπόν μου κρατούσε συντροφιά.αρκετές ώρες της ημέρας.ίσως και 5!ξέρεις τι είναι πέντε ώρες για ένα δεκαπεντάχρονο;πολύς χρόνος.δεν άργησα να το βαρεθώ.νομίζω το κράτησα το πολύ δυο χρόνια.μαζεύτηκαν δεκατριάχρονα και ξενέρωσα,πρώτον είχα φτάσει 17 και δεύτερον γιατί στην ηλικία τους έπαιζα στο δρόμο με τα γειτονόπουλα και μου φαινόταν υπερβολικό να κλείνονται τόσες ώρες στο σπίτι μικρά παιδιά.παράτησα λοιπόν αυτό και έπιασα το φέισμπουκ.πολύς κόσμος είχε μπει εν τω μεταξύ,μέσα στους οποίους και κάποια φλερτ.από τη ζωή μου,την αληθινή.έκανα θυσίες,έκανα βλακείες.και όλες γίνονταν για να μιλάω με τα άτομα αυτά.αργά το βράδυ.ατέλειωτοι διάλογοι.στο msn.και το πρωί σχολείο.και μετά φροντιστήριο.και έτσι πέρασαν τα χρόνια.
όχι,δεν έφαγα τα σχολικά μου χρόνια αγκαλιά με έναν υπολογιστή,αλλά δεν το στερήθηκα κιόλας το μηχάνημα.
το βαρέθηκα κι αυτό η αλήθεια είναι.όλα τα βαρέθηκα.θες γιατί μπήκε το άιφον (και το τουίτερ) στη ζωή μου;θες γιατί μεγάλωσα για τέτοια χαζά παιδικά πράγματα;δεν ξέρω.
το τουίτερ είναι άλλη φάση.που στην αρχή το κάνεις για την πλάκα σου και καταλήγεις να γνωρίζεις αξιόλογα άτομα.που ίσως και να μην τα δεις ποτέ.αλλά έχουν κάτι να σου πουν.
κόσμο έχω γνωρίσει μέσω του Ίντερνετ.από παντού.που μιλάμε ακόμα στο τηλέφωνο.κι ας έχουν περάσει δύο και τρία χρόνια.που δεν έμειναν απλά εικονικοί φίλοι,friends,αλλά πραγματικοί.αν μπορώ να τους εμπιστευτώ;άνετα!τι κι αν δεν τους βλέπω κάθε μέρα;μήπως βλεπόμαστε όλοι καθημερινά;
απλά είμαι της άποψης ότι κρατάς στη ζωή σου αυτόν που έχει κάτι να σου προσφέρει.γενικά..πάω για διάβασμα!
πι ες:καταλαβαίνω όσους κατηγορούν για διάφορους λόγους το φέισμπουκ ή γενικά το διαδίκτυο και τους χώρους κοινωνικής δικτύωσης,όπως λέγονται,αλλά όταν χορτάσεις πλέον και από αυτά,θες να συνεχίσεις κανονικά τη ζωή σου,ίσως όχι σα να μην υπήρξαν όλα αυτά ποτέ,αλλά σα να ήταν/είναι ένας ευχάριστος τρόπος να περνάει η ώρα σου,μα μέχρι εκεί.
Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011
Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011
μοναξιές..
μπορούμε ΜΑΖΙ να αντιμετωπίσουμε τη μοναξιά.μπορώ να βοηθήσω.χρησιμοποίησέ με.
άλλωστε όταν μοιράζεσαι κάτι με άλλους,ο πόνος που ίσως να προκαλεί μοιράζεται κι αυτός.
άλλωστε όταν μοιράζεσαι κάτι με άλλους,ο πόνος που ίσως να προκαλεί μοιράζεται κι αυτός.
Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011
Η μοναξιά είναι από χώμα..
Το δικό μου το πολύ πως να χωρέσει στο δικό σου το λίγο! Κι οι δυο μας δυσανασχετούσαμε δικαιολογημένα.
Όμως μέσα σ’ αυτό το λίγο σου, σ’ αυτό το περιορισμένο σου, είχα την κακοτυχία να διακρίνω σκιές περαστικές που με πυρπόλησαν. Σκιές του απέραντου. Αυτό που δεν έλεγχες, αυτό που δεν γνώριζες, προσπερνούσε από μια σου έκφραση, από μια σου χειρονομία τυχαία και με καθήλωνε. Δεν περιγράφεται η ματιά, η κίνηση, ο ήχος.
Ό,τι κι αν σου πω δεν θα σου μεταδώσω αυτό που μ’ έκανε να σε θέλω έτσι. Το απέραντο είναι άπιαστο, απερίγραπτο, ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο. Για μια τέτοια κίνηση, κάποιες ώρες, ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω.
Για μια τέτοια κίνηση!
——————————————————–
Μετά από σένα έχω γίνει άλλος…
Θέλω να κλάψω,θέλω να γυρίσω πίσω,θέλω να σε ξαναβρώ.
Είμαι πιο αδύναμος απ’ αυτό το πούπουλο του κλέφτη, που πετάει στον άνεμο.
Πούπουλο είμαι κι εγώ με άνεμο, τη δικιά σου ανάσα.
Είμαι αδύναμος σαν ερωτευμένος. Είμαι μόνιμο εξάρτημα της ανάγκης για σένα…
Οι στόχοι που διάλεξα υποχωρούν νικημένοι απ’ τον στόχο που με διάλεξε.
Εσύ είσαι ο στόχος που με διάλεξε,η αναπότρεπτη μοίρα μου,η άγρυπνη ματιά στου μυαλού μου το θόλο…
Να σ’ αγγίξω,να σε πιάσω,να σε μυρίσω.
Να μπω στο κρεβάτι σου και στα ζεστά σου σεντόνια,στο κορμί σου που πιάνεται,στο φιλί σου που τρώγεται,στον σπασμό σου που ξεσκίζει τις ιδεοληψίες και τις αράχνες τους…
Μια νύχτα μαζί σου πυκνή όσο ο σπόρος του παγκόσμιου μια ώρα πριν τη γένεσή του.
Μια νύχτα μαζί σου αστραφτερή σαν αστραπή του Ολύμπου.
Μια νύχτα μαζί σου ηδονική σαν τη πτώση απ’ του Παράδεισου
το ξέφωτο στην εξορία του Αδάμ που δεν τελειώνει…
Για μια νύχτα όλα τα παραπετώ,τα καταπατώ,τα περιφρονώ και τα μισώ
γιατί είναι μονάχα εμπόδια στην ακράτητη λαχτάρα μου να σ’ αγκαλιάσω.
Βιάζομαι να σε ξαναβρώ όπως το έμβρυο βιάζεται άμα ξεκινήσουν οι ωδίνες να εξωθηθεί απ’ τη μήτρα.
Βιάζομαι να βγω στο φως,φως μου…
——————————————————–
Έρχεται η ώρα που θα λυτρωθώ από σένα!
Και θα λυτρωθώ από σένα αγαπώντας σε περισσότερο, με της αγάπης το άμετρο μέτρο που είναι η περίσσια.
Έρχεται η ώρα που δεν θα σε παίρνω από πίσω σα σκύλος, που δεν θα σε κατασκοπεύω με τη σκέψη, που δε θα σε πολιορκώ με υποθέσεις, που δε θα στήνω αγανακτισμένους διαλόγους στο μυαλό μου μαζί σου τις νύχτες, που δεν θα αγωνιώ για την εντύπωση που σου δίνω.
Θα σ’ αγαπώ τόσο που δεν θα σε απαιτώ δικιά μου. Να είσαι μόνο καλά εσύ χωρίς να ψάχνομαι πόσο καλά είμαι εγώ από το καλά σου. η καταπληγιασμένη μου φιλαυτία άρχισε να ζαρώνει και να σκύβει κι εγώ αρχίζω να βλέπω εσένα πίσω της και να μπορώ να σε αγαπήσω.
Δεν θέλω να μιλώ άλλο για μένα. Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας που σε τίποτα δεν φυλακίζεται. Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό και δεν το αφήνουν να περπατήσει.
Σ’ αγαπώ πια τόσο που δεν σ’ εχω ανάγκη. Σ’ αγαπώ τόσο που σε απαλλάσσω από μένα. Σ΄αγαπώ αληθινά και δεν φοβάμαι. Κατόρθωσα πραγματικά να μη σε φοβάμαι!
Ο φόβος σου ήταν πανίσχυρος. Με φόβο γεννηθήκαμε, με φόβο ανατραφήκαμε, τίποτα σχεδόν δικό μας δεν είναι ελεύθερο κι είναι δύσκολο να ξαναγεννηθούμε. Λεγεώνες μέσα μας και λεγεώνες προγόνων πίσω μας φοβούνται. Ελευθερία είναι η νίκη του φόβου και τον φόβο η φιλαυτία μας τον σπέρνει. Από πάνω της περνά η πύλη που βγάζει στη ζωή την αληθινή κι άλλον τρόπο δεν έχουμε. Άλλο τρόπο δεν έχω για να ζήσω: να σ’αγαπώ άφοβα, ελεύθερα.
Αγαπώντας σε να υπάρχω, τι να τα κάνω τα ίχνη…
Να σε αγαπώ άφοβα, ελεύθερα! Αρχίζω να εμπιστεύομαι την ζωή και να μην έχω αγωνία. Ζωή δεν είπαμε πως είναι το άλλο όνομα της αλήθειας;
Οι λέξεις είναι ξένα σώματα. Μ’ ενοχλούν. Μπορώ πια να σωπάσω.
Αποσπάσματα από το βιβλίο “Η μοναξιά είναι από χώμα” της Μάρως Βαμβουνάκη
κι εγώ το δανείστηκα από εδώ:http://vassiliostales.wordpress.com/2010/12/07/loneliness/
Όμως μέσα σ’ αυτό το λίγο σου, σ’ αυτό το περιορισμένο σου, είχα την κακοτυχία να διακρίνω σκιές περαστικές που με πυρπόλησαν. Σκιές του απέραντου. Αυτό που δεν έλεγχες, αυτό που δεν γνώριζες, προσπερνούσε από μια σου έκφραση, από μια σου χειρονομία τυχαία και με καθήλωνε. Δεν περιγράφεται η ματιά, η κίνηση, ο ήχος.
Ό,τι κι αν σου πω δεν θα σου μεταδώσω αυτό που μ’ έκανε να σε θέλω έτσι. Το απέραντο είναι άπιαστο, απερίγραπτο, ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο. Για μια τέτοια κίνηση, κάποιες ώρες, ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω.
Για μια τέτοια κίνηση!
——————————————————–
Μετά από σένα έχω γίνει άλλος…
Θέλω να κλάψω,θέλω να γυρίσω πίσω,θέλω να σε ξαναβρώ.
Είμαι πιο αδύναμος απ’ αυτό το πούπουλο του κλέφτη, που πετάει στον άνεμο.
Πούπουλο είμαι κι εγώ με άνεμο, τη δικιά σου ανάσα.
Είμαι αδύναμος σαν ερωτευμένος. Είμαι μόνιμο εξάρτημα της ανάγκης για σένα…
Οι στόχοι που διάλεξα υποχωρούν νικημένοι απ’ τον στόχο που με διάλεξε.
Εσύ είσαι ο στόχος που με διάλεξε,η αναπότρεπτη μοίρα μου,η άγρυπνη ματιά στου μυαλού μου το θόλο…
Να σ’ αγγίξω,να σε πιάσω,να σε μυρίσω.
Να μπω στο κρεβάτι σου και στα ζεστά σου σεντόνια,στο κορμί σου που πιάνεται,στο φιλί σου που τρώγεται,στον σπασμό σου που ξεσκίζει τις ιδεοληψίες και τις αράχνες τους…
Μια νύχτα μαζί σου πυκνή όσο ο σπόρος του παγκόσμιου μια ώρα πριν τη γένεσή του.
Μια νύχτα μαζί σου αστραφτερή σαν αστραπή του Ολύμπου.
Μια νύχτα μαζί σου ηδονική σαν τη πτώση απ’ του Παράδεισου
το ξέφωτο στην εξορία του Αδάμ που δεν τελειώνει…
Για μια νύχτα όλα τα παραπετώ,τα καταπατώ,τα περιφρονώ και τα μισώ
γιατί είναι μονάχα εμπόδια στην ακράτητη λαχτάρα μου να σ’ αγκαλιάσω.
Βιάζομαι να σε ξαναβρώ όπως το έμβρυο βιάζεται άμα ξεκινήσουν οι ωδίνες να εξωθηθεί απ’ τη μήτρα.
Βιάζομαι να βγω στο φως,φως μου…
——————————————————–
Έρχεται η ώρα που θα λυτρωθώ από σένα!
Και θα λυτρωθώ από σένα αγαπώντας σε περισσότερο, με της αγάπης το άμετρο μέτρο που είναι η περίσσια.
Έρχεται η ώρα που δεν θα σε παίρνω από πίσω σα σκύλος, που δεν θα σε κατασκοπεύω με τη σκέψη, που δε θα σε πολιορκώ με υποθέσεις, που δε θα στήνω αγανακτισμένους διαλόγους στο μυαλό μου μαζί σου τις νύχτες, που δεν θα αγωνιώ για την εντύπωση που σου δίνω.
Θα σ’ αγαπώ τόσο που δεν θα σε απαιτώ δικιά μου. Να είσαι μόνο καλά εσύ χωρίς να ψάχνομαι πόσο καλά είμαι εγώ από το καλά σου. η καταπληγιασμένη μου φιλαυτία άρχισε να ζαρώνει και να σκύβει κι εγώ αρχίζω να βλέπω εσένα πίσω της και να μπορώ να σε αγαπήσω.
Δεν θέλω να μιλώ άλλο για μένα. Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας που σε τίποτα δεν φυλακίζεται. Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό και δεν το αφήνουν να περπατήσει.
Σ’ αγαπώ πια τόσο που δεν σ’ εχω ανάγκη. Σ’ αγαπώ τόσο που σε απαλλάσσω από μένα. Σ΄αγαπώ αληθινά και δεν φοβάμαι. Κατόρθωσα πραγματικά να μη σε φοβάμαι!
Ο φόβος σου ήταν πανίσχυρος. Με φόβο γεννηθήκαμε, με φόβο ανατραφήκαμε, τίποτα σχεδόν δικό μας δεν είναι ελεύθερο κι είναι δύσκολο να ξαναγεννηθούμε. Λεγεώνες μέσα μας και λεγεώνες προγόνων πίσω μας φοβούνται. Ελευθερία είναι η νίκη του φόβου και τον φόβο η φιλαυτία μας τον σπέρνει. Από πάνω της περνά η πύλη που βγάζει στη ζωή την αληθινή κι άλλον τρόπο δεν έχουμε. Άλλο τρόπο δεν έχω για να ζήσω: να σ’αγαπώ άφοβα, ελεύθερα.
Αγαπώντας σε να υπάρχω, τι να τα κάνω τα ίχνη…
Να σε αγαπώ άφοβα, ελεύθερα! Αρχίζω να εμπιστεύομαι την ζωή και να μην έχω αγωνία. Ζωή δεν είπαμε πως είναι το άλλο όνομα της αλήθειας;
Οι λέξεις είναι ξένα σώματα. Μ’ ενοχλούν. Μπορώ πια να σωπάσω.
Αποσπάσματα από το βιβλίο “Η μοναξιά είναι από χώμα” της Μάρως Βαμβουνάκη
κι εγώ το δανείστηκα από εδώ:http://vassiliostales.wordpress.com/2010/12/07/loneliness/
εξεταστική φορέβερ.
είδα "μετηκαχα" το πρωί και δε ντρέπομαι να το πω.
είχα σταματήσει να το βλέπω,γιατί παρόλο που με έκανε να χαμογελάω πολλές φορές,με στεναχωρούσε γιατί "κάτι" έλειπε..κάτι που με έκανε όχι απλά να χαμογελάω,αλλά να πετάω στα σύννεφα εδώ και μερικούς μήνες.
ήταν εκεί μια αγαπημένη φυσιογνωμία.είπε λοιπόν ότι όταν ερωτεύεσαι,ο άλλος(και μαζί ο έρωτάς σου για τον άλλο) σε προσδιορίζει,σε αφοπλίζει,σε γεμίζει,σου δίνει τη δυνατότητα να κάνεις πράγματα τα οποία δεν είχες ποτέ φανταστεί ότι θα κάνεις ο ίδιος και ίσως μπορεί να κορόιδευες όταν τα σκεφτόσουν με άλλους πρωταγωνιστές.
και σκέφτηκα τον εαυτό μου.γεμάτο από σένα.η καθημερινότητά μου θυμίζει εσένα.οι σκέψεις μου θυμίζουν εσένα.η διαδρομή μου από το σπίτι προς τη σχολή και τούμπαλιν θυμίζει εσένα.τα τραγούδια στο ραδιόφωνο πάλι εσένα!και οι ταινίες,κι αυτές θυμίζουν εσένα.όλα στο μυαλό μου είσαι εσύ.κι αυτά που έκανα για να σε "πλησιάσω" με διαφορετικό τρόπο απ'ότι είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα,ήταν για μένα ανήκουστα.πρωτόγνωρα.αστεία ίσως.δε φανταζόμουν ποτέ να στέλνω γράμμα σε κάποιον που να του εκφράζει όσα νιώθω.δεν τολμούσα καν να τα πω πρόσωπο με πρόσωπο πρώτη εγώ!μπορείς να πεις ότι λειτουργούσα εκ του ασφαλούς,αλλά έτσι προστάτευα εμένα και το κακό μου ελάττωμα να είμαι υπερευαίσθητη.

γράμματα έστελναν οι γονείς μου στην αρχή της σχέσης τους.γράμματα έστελναν ο παππούς και η γιαγιά μου σχεδόν καθόλη τη διάρκεια των πρώτων χρόνων που ήταν μαζί,αλλά τύχαινε να ναι μακρυά.τηλέφωνο υπήρχε,αλλά τότε τα γράμματα ήταν "της μόδας".μάλλον όχι της μόδας.βασικά ήταν ο πιο συνηθισμένος τρόπος επικοινωνίας.
εγώ τι έπαθα?mail δεν έστειλα,κώλωσα.τηλέφωνο δεν πήρα,για τον ίδιο λόγο.και γιατί όταν ακούω τη φωνή σου στην άλλη άκρη της γραμμής αυτόματα αρχίζει το τρέμουλο και το βούρκωμα.κακά ελαττώματα,ξεκίνα να μετράς!η μόνη μου διέξοδος ήταν να πάρω ένα χαρτί και να αρχίσω να γράφω.χωρίς ακόμα να είμαι σίγουρη αν θα στο στείλω.κι όμως το έκανα.ξεπέρασα τον εαυτό μου,ξεπέρασα τα όριά μου,βγήκα από μένα,το έστειλα και ξαναμπήκα.
ήθελα να με καταπιεί η γη κάθε που σκεφτόμουν πώς θα αντιδράσεις.
ήξερα ότι θα ήσουν ψύχραιμος,αλλά φοβόμουν ότι θα κρατούσες απόσταση.
η αντίδρασή σου ξεπέρασε κάθε προσδοκία.και αυτό με έκανε ευτυχισμένη.
και τώρα είμαι εδώ,ψάχνω τρόπους να ξεχαστώ και να διαβάσω.
κάθομαι στην καρέκλα και δε μου βγαίνει.σημειώνω τις σελίδες,τους τίτλους,τις ορμόνες,τις παθήσεις,τις κλινικές εικόνες,τα συμπτώματα,και βλέπω ότι δε μπορώ να συγκρατήσω λέξη.
δε φταις εσύ,εγώ φταίω.που έχω δώσει τα πάντα μου και δεν έχει μείνει τίποτα για μένα.γιατί έτσι γουστάρω.
σε αφήνω λίγο στην άκρη όμως,γιατί δε γίνεται.και παρόλο που ξέρω ότι δεν πρόκειται να το κάνω,το γράφω μπας και το πιστέψω λίγο!
άιντε να δούμε..
είχα σταματήσει να το βλέπω,γιατί παρόλο που με έκανε να χαμογελάω πολλές φορές,με στεναχωρούσε γιατί "κάτι" έλειπε..κάτι που με έκανε όχι απλά να χαμογελάω,αλλά να πετάω στα σύννεφα εδώ και μερικούς μήνες.
ήταν εκεί μια αγαπημένη φυσιογνωμία.είπε λοιπόν ότι όταν ερωτεύεσαι,ο άλλος(και μαζί ο έρωτάς σου για τον άλλο) σε προσδιορίζει,σε αφοπλίζει,σε γεμίζει,σου δίνει τη δυνατότητα να κάνεις πράγματα τα οποία δεν είχες ποτέ φανταστεί ότι θα κάνεις ο ίδιος και ίσως μπορεί να κορόιδευες όταν τα σκεφτόσουν με άλλους πρωταγωνιστές.
και σκέφτηκα τον εαυτό μου.γεμάτο από σένα.η καθημερινότητά μου θυμίζει εσένα.οι σκέψεις μου θυμίζουν εσένα.η διαδρομή μου από το σπίτι προς τη σχολή και τούμπαλιν θυμίζει εσένα.τα τραγούδια στο ραδιόφωνο πάλι εσένα!και οι ταινίες,κι αυτές θυμίζουν εσένα.όλα στο μυαλό μου είσαι εσύ.κι αυτά που έκανα για να σε "πλησιάσω" με διαφορετικό τρόπο απ'ότι είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα,ήταν για μένα ανήκουστα.πρωτόγνωρα.αστεία ίσως.δε φανταζόμουν ποτέ να στέλνω γράμμα σε κάποιον που να του εκφράζει όσα νιώθω.δεν τολμούσα καν να τα πω πρόσωπο με πρόσωπο πρώτη εγώ!μπορείς να πεις ότι λειτουργούσα εκ του ασφαλούς,αλλά έτσι προστάτευα εμένα και το κακό μου ελάττωμα να είμαι υπερευαίσθητη.

γράμματα έστελναν οι γονείς μου στην αρχή της σχέσης τους.γράμματα έστελναν ο παππούς και η γιαγιά μου σχεδόν καθόλη τη διάρκεια των πρώτων χρόνων που ήταν μαζί,αλλά τύχαινε να ναι μακρυά.τηλέφωνο υπήρχε,αλλά τότε τα γράμματα ήταν "της μόδας".μάλλον όχι της μόδας.βασικά ήταν ο πιο συνηθισμένος τρόπος επικοινωνίας.
εγώ τι έπαθα?mail δεν έστειλα,κώλωσα.τηλέφωνο δεν πήρα,για τον ίδιο λόγο.και γιατί όταν ακούω τη φωνή σου στην άλλη άκρη της γραμμής αυτόματα αρχίζει το τρέμουλο και το βούρκωμα.κακά ελαττώματα,ξεκίνα να μετράς!η μόνη μου διέξοδος ήταν να πάρω ένα χαρτί και να αρχίσω να γράφω.χωρίς ακόμα να είμαι σίγουρη αν θα στο στείλω.κι όμως το έκανα.ξεπέρασα τον εαυτό μου,ξεπέρασα τα όριά μου,βγήκα από μένα,το έστειλα και ξαναμπήκα.
ήθελα να με καταπιεί η γη κάθε που σκεφτόμουν πώς θα αντιδράσεις.
ήξερα ότι θα ήσουν ψύχραιμος,αλλά φοβόμουν ότι θα κρατούσες απόσταση.
η αντίδρασή σου ξεπέρασε κάθε προσδοκία.και αυτό με έκανε ευτυχισμένη.
και τώρα είμαι εδώ,ψάχνω τρόπους να ξεχαστώ και να διαβάσω.
κάθομαι στην καρέκλα και δε μου βγαίνει.σημειώνω τις σελίδες,τους τίτλους,τις ορμόνες,τις παθήσεις,τις κλινικές εικόνες,τα συμπτώματα,και βλέπω ότι δε μπορώ να συγκρατήσω λέξη.
δε φταις εσύ,εγώ φταίω.που έχω δώσει τα πάντα μου και δεν έχει μείνει τίποτα για μένα.γιατί έτσι γουστάρω.
σε αφήνω λίγο στην άκρη όμως,γιατί δε γίνεται.και παρόλο που ξέρω ότι δεν πρόκειται να το κάνω,το γράφω μπας και το πιστέψω λίγο!
άιντε να δούμε..
Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011
.
πού είσαι?
πού είσαι εσύ που με κοιτάς και χάνονται όλα τα προβλήματα?
πού είσαι εσύ που με ακουμπάς και τρέμει το είναι μου?
πού είσαι εσύ που με αγκαλιάζεις και ξεχνάω τα πάντα?
πού είσαι εσύ που κάνεις έρωτα και στο μυαλό,εκτός απ'το κορμί μου?
πού είσαι εσύ που διαβάζεις κάθετί απ'την ψυχή μου?
πού είσαι εσύ που ξέρεις όλα όσα σκέφτομαι?
πού είσαι εσύ που κάθε βράδυ ονειρεύομαι?
πού είσαι εσύ που αγαπάς και το μεγαλύτερο ελάττωμά μου?
ξέρω πως είσαι κάπου εκεί..εμφανίσου λίγο σύντομα,τρελαίνομαι.
πού είσαι εσύ που με κοιτάς και χάνονται όλα τα προβλήματα?
πού είσαι εσύ που με ακουμπάς και τρέμει το είναι μου?
πού είσαι εσύ που με αγκαλιάζεις και ξεχνάω τα πάντα?
πού είσαι εσύ που κάνεις έρωτα και στο μυαλό,εκτός απ'το κορμί μου?
πού είσαι εσύ που διαβάζεις κάθετί απ'την ψυχή μου?
πού είσαι εσύ που ξέρεις όλα όσα σκέφτομαι?
πού είσαι εσύ που κάθε βράδυ ονειρεύομαι?
πού είσαι εσύ που αγαπάς και το μεγαλύτερο ελάττωμά μου?
ξέρω πως είσαι κάπου εκεί..εμφανίσου λίγο σύντομα,τρελαίνομαι.
Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011
καλό ταξίδι Μ..
ξεκίνησα να γράφω κάτι πριν λίγο.το έσβησα αμέσως μόλις το τελείωσα.
δεν είναι ώρα γι' αυτά τα χαζά.
έκλεισα τον υπολογιστή,γιατί με ενοχλούσε ο θόρυβος που κάνει ο ανεμιστήρας.
θέλω απόλυτη ησυχία,αυτή αρμόζει τώρα.
χθες το πρωί έφυγε απ τη ζωή μια φίλη.
παντρεμένη,με δύο παιδιά κι έναν όγκο στον εγκέφαλο,να της ροκανίζει τη ζωή μέρα με τη μέρα,ώρα με την ώρα.
χρόνια παιδευόταν και παίδευε τους δικούς της.χρόνια επίσης είχα να τη δω.
οι δικοί μου είχαν βαφτίσει τη μία της κόρη και ο πατέρας μου ήταν συνάδελφος με τον άντρα της.
από τότε που αρρώστησε όλα άλλαξαν.(τα κορίτσια της,φοιτήτριες,ο άντρας της,εργαζόμενος,σύζυγος και πατέρας).οι ρόλοι πια δεν ήταν οι ίδιοι.τα κορίτσια μεγάλωσαν απότομα.έγιναν μανάδες της μάνας τους για χρόνια.η ίδια δε μπορούσε να κάνει βασικά πράγματα.και τώρα;τώρα έγιναν ξαφικά κόρες μιας ανάμνησης.βάζω στη θέση τους τον εαυτό μου και πραγματικά δεν το αντέχω!
ναι,είναι αλήθεια ότι καθημερινά φεύγουν τόσα νεαρά παιδιά.ναι,είναι αλήθεια ότι είναι άδικο,πιο άδικο αυτό!αλλά δε μπορεί κανείς να πει ότι ένας θάνατος κοστίζει περισσότερο από έναν άλλο.για τους ανθρώπους που χάνουν κάποιο δικό τους ο πόνος είναι αβάσταχτος,το ξέρω καλά και φαντάζομαι το ξέρουμε όλοι μας.
νομίζω ότι τα κορίτσια θα χουν ένα φύλακα εκεί ψηλά,όπως έχω κι εγώ.μπορεί στη ζωή να μη γνωρίστηκαμ ποτέ μεταξύ τους,αλλά μόλις τους δόθηκε μια ευκαιρία:) χαιρετίσματα να δώσετε κυρία Μ. καλό ταξίδι.
δεν είναι ώρα γι' αυτά τα χαζά.
έκλεισα τον υπολογιστή,γιατί με ενοχλούσε ο θόρυβος που κάνει ο ανεμιστήρας.
θέλω απόλυτη ησυχία,αυτή αρμόζει τώρα.
χθες το πρωί έφυγε απ τη ζωή μια φίλη.
παντρεμένη,με δύο παιδιά κι έναν όγκο στον εγκέφαλο,να της ροκανίζει τη ζωή μέρα με τη μέρα,ώρα με την ώρα.
χρόνια παιδευόταν και παίδευε τους δικούς της.χρόνια επίσης είχα να τη δω.
οι δικοί μου είχαν βαφτίσει τη μία της κόρη και ο πατέρας μου ήταν συνάδελφος με τον άντρα της.
από τότε που αρρώστησε όλα άλλαξαν.(τα κορίτσια της,φοιτήτριες,ο άντρας της,εργαζόμενος,σύζυγος και πατέρας).οι ρόλοι πια δεν ήταν οι ίδιοι.τα κορίτσια μεγάλωσαν απότομα.έγιναν μανάδες της μάνας τους για χρόνια.η ίδια δε μπορούσε να κάνει βασικά πράγματα.και τώρα;τώρα έγιναν ξαφικά κόρες μιας ανάμνησης.βάζω στη θέση τους τον εαυτό μου και πραγματικά δεν το αντέχω!
ναι,είναι αλήθεια ότι καθημερινά φεύγουν τόσα νεαρά παιδιά.ναι,είναι αλήθεια ότι είναι άδικο,πιο άδικο αυτό!αλλά δε μπορεί κανείς να πει ότι ένας θάνατος κοστίζει περισσότερο από έναν άλλο.για τους ανθρώπους που χάνουν κάποιο δικό τους ο πόνος είναι αβάσταχτος,το ξέρω καλά και φαντάζομαι το ξέρουμε όλοι μας.
νομίζω ότι τα κορίτσια θα χουν ένα φύλακα εκεί ψηλά,όπως έχω κι εγώ.μπορεί στη ζωή να μη γνωρίστηκαμ ποτέ μεταξύ τους,αλλά μόλις τους δόθηκε μια ευκαιρία:) χαιρετίσματα να δώσετε κυρία Μ. καλό ταξίδι.
Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011
τα "κορίτσια" της νύχτας..
κανονικά τώρα θα πρεπε να κοιμάμαι,αλλά από το λίγο που με ξέρεις,θα χεις καταλάβει ότι με μένα και τα «πρέπει» κάτι συμβαίνει.
έριξα πάνω μου το πάπλωμα,φόρεσα τα γυαλιά μου,έκλεισα το ραδιόφωνο,πήρα στα χέρια το κινητό και βγήκα στο μπαλκόνι.σκοτεινά είναι απόψε.γνώριμο κλίμα.
δυό γυναίκες εγκλωβισμένες σε ένα κατά το ήμισυ ανδρικό σώμα περνούν τώρα από κάτω. ετοιμάζονται να πουλήσουν ότι έχει απομείνει από το κορμί τους και παράλληλα να διατηρήσουν όση αξιοπρέπεια διαθέτουν ακόμα.είναι δυστυχισμένες.τις παρατηρώ συχνά.δε μπορώ να κάνω και αλλιώς εδώ που μένω.ομολογώ πως τις λυπάμαι.είναι αναγκασμένες να υποκύπτουν σε ότι ανωμαλία παραγγείλει ο συνοδός τους,να υποστούν ψυχική και σωματική πολλές φορές βία,να υποκρίνονται οργασμό και ευχαρίστηση,όταν μέσα τους υποφέρουν,να θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και πολύ συχνά την ίδια τους τη ζωή.
η κοινή λογική λέει ότι αυτή που ζουν δεν είναι ζωή.τουλάχιστον εγώ δε θα το άντεχα.όμως αν δεν υπήρχαν «εκείνες»,η κοινωνία θα ήταν διαφορετική.δε μπορεί καν να συλλάβει το μυαλό σας πόσοι και ποιοί άνθρωποι τις επισκέπτονται καθημερινά.18άρηδες και ηλικιωμένοι,πλούσιου και φτωχοί,σελέμπριτιζ και «ανώνυμοι»,παντρεμένοι με παιδιά και ανύπαντροι,με πόρσε και με λάντα,γκέι και στρέιτ.
όλων των ειδών άνθρωποι που ποιός ξέρει τι ψέμματα αραδιάζουν από δω κι από κει,για να ζήσουν δέκα λεπτά ηδονής.
κάθε βράδυ στους δρόμος γύρω απ τη Συγγρού,γίνεται ένα πάρτυ σωμάτων και ψυχών,στο οποίο δε θες να υπάρξεις καλεσμένος.
καλημέρα Νικόλ,Αγάπη,Νίκη,Εύα(ναι,η γνωστή)
καλημέρα κορίτσια..μακάρι να έρθουν καλύτερες μέρες για όλους.
έριξα πάνω μου το πάπλωμα,φόρεσα τα γυαλιά μου,έκλεισα το ραδιόφωνο,πήρα στα χέρια το κινητό και βγήκα στο μπαλκόνι.σκοτεινά είναι απόψε.γνώριμο κλίμα.
δυό γυναίκες εγκλωβισμένες σε ένα κατά το ήμισυ ανδρικό σώμα περνούν τώρα από κάτω. ετοιμάζονται να πουλήσουν ότι έχει απομείνει από το κορμί τους και παράλληλα να διατηρήσουν όση αξιοπρέπεια διαθέτουν ακόμα.είναι δυστυχισμένες.τις παρατηρώ συχνά.δε μπορώ να κάνω και αλλιώς εδώ που μένω.ομολογώ πως τις λυπάμαι.είναι αναγκασμένες να υποκύπτουν σε ότι ανωμαλία παραγγείλει ο συνοδός τους,να υποστούν ψυχική και σωματική πολλές φορές βία,να υποκρίνονται οργασμό και ευχαρίστηση,όταν μέσα τους υποφέρουν,να θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και πολύ συχνά την ίδια τους τη ζωή.
η κοινή λογική λέει ότι αυτή που ζουν δεν είναι ζωή.τουλάχιστον εγώ δε θα το άντεχα.όμως αν δεν υπήρχαν «εκείνες»,η κοινωνία θα ήταν διαφορετική.δε μπορεί καν να συλλάβει το μυαλό σας πόσοι και ποιοί άνθρωποι τις επισκέπτονται καθημερινά.18άρηδες και ηλικιωμένοι,πλούσιου και φτωχοί,σελέμπριτιζ και «ανώνυμοι»,παντρεμένοι με παιδιά και ανύπαντροι,με πόρσε και με λάντα,γκέι και στρέιτ.
όλων των ειδών άνθρωποι που ποιός ξέρει τι ψέμματα αραδιάζουν από δω κι από κει,για να ζήσουν δέκα λεπτά ηδονής.
κάθε βράδυ στους δρόμος γύρω απ τη Συγγρού,γίνεται ένα πάρτυ σωμάτων και ψυχών,στο οποίο δε θες να υπάρξεις καλεσμένος.
καλημέρα Νικόλ,Αγάπη,Νίκη,Εύα(ναι,η γνωστή)
καλημέρα κορίτσια..μακάρι να έρθουν καλύτερες μέρες για όλους.
Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011
τότε και τώρα..
έχω μια γειτόνισσα,τη Ντίνα.γύρω στα 70+ καλοστεκούμενη όμως,περπατάει κανονικά,στέκεται κανονικά,τρώει κανονικά,επικοινωνεί κανονικά..όλα αυτά μέχρι πέρσι.
δε θυμάμαι πάρα πολλά.θυμάμαι όμως ότι όταν ήμασταν μικροί με τον αδερφό μου βγαίναμε στη γειτονιά κι παίζαμε σε μια αλάνα που βρισκόταν απέναντι απ το σπίτι μας,σε ένα αδιέξοδο στενάκι.μαζευόμασταν καμιά δεκαριά παιδιά,αγόρια και κορίτσια,μικρά και μεγάλα και παίζαμε ανενόχλητοι,ίσως και μετά τις δώδεκα το βράδυ.για εκείνη την εποχή αυτό ήταν ακίνδυνο.
τώρα η αλάνα έγινε πολυκατοικία.τα παιδιά δε μαζεύονται στο αδιέξοδο,αλλά στα clubs,στα bar,στις μουσικές σκηνές,στις συναυλίες,στα σπίτια,κι όλοι με τις δικές τους-ολοκαίνουργιες- παρέες.
όχι,δεν έγινε κάτι,απλά χαθήκαμε.
ναι,συμβαίνει αυτό,ακόμα κι αν μένεις ακριβώς απέναντι με τον άλλο.
άλλαξαν πολλά στη γειτονιά.όλες οι μεγάλες γυναίκες ήταν εκείνες που ακόμα παλιότερα έπαιζαν στην ίδια δική μας αλάνα με τη γιαγιά μου.οι μισές δεν είναι στη ζωή.η Ντίνα έπαθε Αλτσχάιμερ.σπάνια μιλάει,κι όταν το κάνει,πετάει απλά κάτι άσχετο,χωρίς συνοχή και μετά πάλι σιωπή.ο άντρας της πέθανε πριν δυο-τρία χρόνια.καλοί άνθρωποι και οι δυο,που η μοίρα δεν τους φέρθηκε και τόσο καλά.
στενοχωριέμαι κάθε φορά που τη βλέπω.θυμάμαι ήταν κοκέτα.και τώρα..δεν κάνει τα βασικά,δε μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της.
η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πού ήθελα να καταλήξω.ας το αφήσω εδώ,πονάει λίγο το θέμα,καλημέρα.
δε θυμάμαι πάρα πολλά.θυμάμαι όμως ότι όταν ήμασταν μικροί με τον αδερφό μου βγαίναμε στη γειτονιά κι παίζαμε σε μια αλάνα που βρισκόταν απέναντι απ το σπίτι μας,σε ένα αδιέξοδο στενάκι.μαζευόμασταν καμιά δεκαριά παιδιά,αγόρια και κορίτσια,μικρά και μεγάλα και παίζαμε ανενόχλητοι,ίσως και μετά τις δώδεκα το βράδυ.για εκείνη την εποχή αυτό ήταν ακίνδυνο.
τώρα η αλάνα έγινε πολυκατοικία.τα παιδιά δε μαζεύονται στο αδιέξοδο,αλλά στα clubs,στα bar,στις μουσικές σκηνές,στις συναυλίες,στα σπίτια,κι όλοι με τις δικές τους-ολοκαίνουργιες- παρέες.
όχι,δεν έγινε κάτι,απλά χαθήκαμε.
ναι,συμβαίνει αυτό,ακόμα κι αν μένεις ακριβώς απέναντι με τον άλλο.
άλλαξαν πολλά στη γειτονιά.όλες οι μεγάλες γυναίκες ήταν εκείνες που ακόμα παλιότερα έπαιζαν στην ίδια δική μας αλάνα με τη γιαγιά μου.οι μισές δεν είναι στη ζωή.η Ντίνα έπαθε Αλτσχάιμερ.σπάνια μιλάει,κι όταν το κάνει,πετάει απλά κάτι άσχετο,χωρίς συνοχή και μετά πάλι σιωπή.ο άντρας της πέθανε πριν δυο-τρία χρόνια.καλοί άνθρωποι και οι δυο,που η μοίρα δεν τους φέρθηκε και τόσο καλά.
στενοχωριέμαι κάθε φορά που τη βλέπω.θυμάμαι ήταν κοκέτα.και τώρα..δεν κάνει τα βασικά,δε μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της.
η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πού ήθελα να καταλήξω.ας το αφήσω εδώ,πονάει λίγο το θέμα,καλημέρα.
Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011
εσύ και οι "άλλοι" .. ;)
σήμερα,ή μάλλον χθες,έβαλα ένα ακόμα όριο στον εαυτό μου.
μία η ώρα,και όχι αργότερα,το βράδυ,θα κοιμόμουν,για να ξυπνήσω το πρωί και να αρχίσω διάβασμα για την εξεταστική που μάντεψε,ξεκινάει σε μια βδομάδα!!
το δεύτερο σκέλος θα γίνει,σε λίγες ώρες από τώρα,ίσως τέσσερις,ίσως πέντε,
θα σηκωθώ,θα πλυθώ,θα φτιάξω ένα τσάι και θα κάτσω στο γραφείο μου να διαβάσω,μετά από..δε θυμάμαι πόσο καιρό.παλιά πάντως το έκανα με χαρά αυτό.τι να πω,μάλλον ξεσυνήθισα.ή και όχι,δεν ξέρω και δεν είναι αυτό το θέμα μου.
(προφανώς το πρώτο σκέλος δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ..)
το θέμα μου είναι ότι σε σκεφτόμουν όσο ήμουν ξαπλωμένη.σκεφτόμουν ότι έχεις αλλάξει για πάντα τη ζωή μου.ότι όλα από δω και πέρα,εκτός του ότι σε(και θα σε) θυμίζουν,περιστρέφονται κατά ένα παράξενο τρόπο γύρω από σένα.
και εκτός αυτού,οι επιλογές μου στο *μέλλον* θα χουν να κάνουν επίσης με σένα.
τα μάτια τους θα πρέπει να μοιάζουν με τα δικά σου.
το μυαλό τους θα πρέπει να μοιάζει με το δικό σου.
οι σκέψεις τους θα πρέπει να μοιάζουν με τις δικές σου.
η αλήθεια τους θα πρέπει να ναι όμοια με τη δική σου.
η ψυχή τους παιδική και ταυτόχρονα ψυχή ενός άντρα που ξέρει τι θέλει,όπως ακριβώς και η δική σου.
καταλαβαίνεις?με καταλαβαίνεις?
:)
μία η ώρα,και όχι αργότερα,το βράδυ,θα κοιμόμουν,για να ξυπνήσω το πρωί και να αρχίσω διάβασμα για την εξεταστική που μάντεψε,ξεκινάει σε μια βδομάδα!!
το δεύτερο σκέλος θα γίνει,σε λίγες ώρες από τώρα,ίσως τέσσερις,ίσως πέντε,
θα σηκωθώ,θα πλυθώ,θα φτιάξω ένα τσάι και θα κάτσω στο γραφείο μου να διαβάσω,μετά από..δε θυμάμαι πόσο καιρό.παλιά πάντως το έκανα με χαρά αυτό.τι να πω,μάλλον ξεσυνήθισα.ή και όχι,δεν ξέρω και δεν είναι αυτό το θέμα μου.
(προφανώς το πρώτο σκέλος δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ..)
το θέμα μου είναι ότι σε σκεφτόμουν όσο ήμουν ξαπλωμένη.σκεφτόμουν ότι έχεις αλλάξει για πάντα τη ζωή μου.ότι όλα από δω και πέρα,εκτός του ότι σε(και θα σε) θυμίζουν,περιστρέφονται κατά ένα παράξενο τρόπο γύρω από σένα.
και εκτός αυτού,οι επιλογές μου στο *μέλλον* θα χουν να κάνουν επίσης με σένα.
τα μάτια τους θα πρέπει να μοιάζουν με τα δικά σου.
το μυαλό τους θα πρέπει να μοιάζει με το δικό σου.
οι σκέψεις τους θα πρέπει να μοιάζουν με τις δικές σου.
η αλήθεια τους θα πρέπει να ναι όμοια με τη δική σου.
η ψυχή τους παιδική και ταυτόχρονα ψυχή ενός άντρα που ξέρει τι θέλει,όπως ακριβώς και η δική σου.
καταλαβαίνεις?με καταλαβαίνεις?
:)
Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011
*αρκεί να ξαναρχίζαν όλα απ την αρχή..
αυτό το τραγούδι.στο αυτοκίνητο.γύρω στις τέσσερις το πρωί.μία από αυτές τις μέρες.μου θυμίζει εσένα.και τι δε θα δινα να ήμουν μόνη μου εκεί μέσα.να πάω όσο πιο μακρυά γίνεται.έχω ακούσει πως όταν φεύγεις μακρυά ξεχνάς.αλλά δεν το πιστεύω.
και με ρωτάω,θέλεις να ξεχάσεις;και μου απαντάω ένα μεγάλο και έντονο Ο Χ Ι.με ρωτάω,μπορείς να ξεχάσεις;μου απαντάω πάλι.αυτή τη φορά λέω πως δεν ξέρω.πριν σκεφτώ λίγο θα λεγα πάλι Ο Χ Ι.αλλά θα πω το πρώτο.
θα μείνω εδώ να το λύσω.όσο δύσκολο κι αν είναι.θα το λύσω.μ ακούς;βοήθησέ με λίγο κι εσύ και θα το λύσουμε μαζί.ελπίζω σύντομα:)
και τώρα εδώ,στο σπίτι.στο δωμάτιο.χωρίς μουσική.πρώτη φορά χωρίς.ή μάλλον μία από τις λίγες φορές.σκέφτομαι πόσο τυχερή είμαι που σε γνώρισα.που σε γνωρίζω.πόσο τυχερή είμαι που νιώθεις όλα αυτά για μένα.ειλικρινά συναισθήματα.και που μπορείς να τα πεις.εγώ δε στα είπα ακόμη.στα έγραψα.τι δειλή που είμαι.
θα στα πω,το υπόσχομαι.στον εαυτό μου κυρίως.το χρωστάω.σε μένα.
διψάω.πίνω νερό.κι άλλο.και κρασί.κι άλλο.σταματάω.θέλω να μαι νηφάλια όταν σου πω το σπουδαίο *σαγαπώ*
ξημερώνει..
Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011
ΔΙΑΒΑΣΕ ΜΕ!

μια μέρα θα ξυπνήσω και δε θα 'σαι εκεί.
~μη μου το κάνεις αυτό.
αυτή θα ναι απ' τις άσχημες μέρες.
~μη μου το κάνεις αυτό.
θα έχεις βγει απ'το μυαλό μου,θα ναι άλλος εκεί προφανώς.
~μη μου το κάνεις αυτό.
θα σε κατηγορήσω,γιατί εσύ θα τόχεις επιλέξει.
~μη μου το κάνεις αυτό.
στη σκέψη και μόνο ότι θα λείπεις σταματά η καρδιά μου.
και εκείνα τα δευτερόλεπτα ή τα κλάσματα δευτερολέπτων-δεν καταλαβαίνω- ,
το μυαλό εσένα σκέφτεται.
τη φλέβα στο μέτωπό σου.
τη μεγάλη αγκαλιά σου.
τα υπέροχα μάτια σου.
την ακόμα πιο υπέροχη ψυχή σου.
γιατί μου το κάνεις αυτό?
~μη μου το κάνεις αυτό.
είμαι ευτυχισμένη τώρα.αυτή τη στιγμή.
μα τρέμω.τρέμω μήπως εκείνη η μέρα είναι σχετικά κοντά.
το κοντά για μένα είναι ένας χρόνος.
δύο χρόνια.
πάντα θα είναι κοντά.
η μέρα που θα πάρει κάποιος άλλος τη θέση σου στο μυαλό μου θα είναι κοντά.
κοντά στο τώρα.
μη φοβάσαι όμως.στην καρδιά μου θα σαι πάντα εσύ.ΠΑΝΤΑ.
όπως το μυαλό μου αντιλαμβάνεται το πάντα.
εσύ και μόνο εσύ.το μεγαλύτερο τμήμα μου.
η μεγαλύτερη αγάπη μου.
κι όταν κάνω πως το ξεχνάω,θάρχομαι να διαβάζω εδώ.
για να θυμάμαι πως "μαζί" σου υπήρξα ΠΟΛΥ ευτυχισμένη.
να θυμάμαι πως κάποτε σ'αγάπησα πολύ.και πως σ'αγαπάω ακόμα.θα σ'αγαπάω ακόμα.
δε θα ξεχάσω ποτέ αυτά τα αισθήματα.ίσως ξεχάσω κάποια λόγια με το πέρασμα του χρόνου.σίγουρα θα ξεχάσω.μα πάντα πάντα πάντα θα θυμάμαι όσα μου έμαθες.μου έμαθες τον εαυτό μου.μου έμαθες πως είμαι δυνατή.πως μπορώ να αγαπήσω κάποιον περισσότερο από μένα.πως μπορώ να ενδιαφέρομαι για κάποιον περισσότερο απ' ότι για μένα.κι ας είναι χαζό μερικές φορές.μου έμαθες να λέω πάντα την αλήθεια,κι ας ενοχλεί τους άλλους.να είμαι ο εαυτός μου και να μη με νοιάζει τίποτα.να είμαι αυθόρμητη.να είμαι τρελή.να χαίρομαι τη ζωή.
δεν τάξερα όλα αυτά?
ναι,τα ήξερα.μα μέσα από σένα κατάλαβα ότι αυτά είναι που αξίζουν.
δε μετανιώνω για τίποτα,το ξέρεις?για τίποτα!
κι ας ξέρω πως κάποια στιγμή θα μαι χώμα "εξ'αιτίας σου".
θα το αντέξω.
θα το αντέξω για χάρη όλων όσων ζήσαμε.
όλων όσων ένιωσα για σένα.
γιατί είναι μεγάλα αυτά που νιώθω.
πιο μεγάλα από μένα.
και δεν αξίζει να τα αδικήσω.
πάντα θάναι μεγάλα.
πάντα θα είμαι εδώ.
είναι υπόσχεση.
τις κρατάω τις υποσχέσεις μου.
πάντα θα αγαπάω την ψυχή σου.
καλημέρα..

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010
alone with my thoughts..
εδώ και λίγες μέρες βλέπω ταινίες..με έχει πιάσει αυτό το «σπιτόγατα»,μάλλον γιατί ο πατέρας μου με πρήζει που βγαίνω συνέχεια «με γκόμενους»,λέει..ε,και τρία βράδια έχω μείνει μέσα και κάνω αυτό που σου είπα.η αλήθεια είναι ότι θα πρεπε να αρχίσω να διαβάζω για την εξεταστική που έρχεται σε λιγότερο από ένα μήνα,δεν ξέρω πότε ακριβώς.αλλά το μυαλό μου κάθε άλλο παρά καθαρό και έτοιμο είναι για διάβασμα.(πριν μου πεις να ξεκινήσω και να μην το αφήνω για άλλα θέματα,σε παραπέμπω στο αγαπημένο google-ή blackle- και στον Paretto και τη θεωρία του!)
πίσω στο θέμα.the holiday,closer,PS i love you,the notebook,bridget jone's diary και έρχονται κι άλλα τέτοια.γιατί;γιατί είναι Χριστούγεννα.κι όσο κι αν λέω ότι τα Χριστούγεννα είναι για να περνάμε τέλεια με φίλους και οικογένεια έξω,δεν παύει για μένα να ναι μια ανάγκη εσωτερικής ηρεμίας.
είναι μια μέρα μετά τα Χριστούγεννα.3:25.είμαι στο σπίτι ενός φίλου.θα κοιμηθώ εδώ.κοιμάται.η μητέρα του στο δίπλα δωμάτιο επίσης.μόλις τελείωσε η ταινία.ακούω γέλια από δίπλα.κοιτάζω έξω.ελάχιστα λαμπιόνια φωτίζουν αυτή την άγρια και ταυτόχρονα τόσο ήρεμη νύχτα.το ρολόι δε σταμάτησε να ακούγεται.τικ τακ τικ τακ.φυσάει και λίγο.κι εγώ εδώ,καθισμένη στον καναπέ,με το κινητό στο χέρι,μ'ένα μαξιλάρι κι ένα πάπλωμα,να σκέφτομαι όσα έκανα φέτος.όσα τόλμησα να κάνω,όσα ξέχασα να κάνω,όσα δεν περίμενα ποτέ ότι θα έκανα,όσα τελικά δεν έκανα κι όσα θα θελα να χα κάνει.φέρνω στο μυαλό την απουσία του ανθρώπου που ήταν για χρόνια στη μεγάλη καρέκλα του τραπεζιού.που τώρα αντικαταστάθηκε από μια μικρότερη,κανονική θα την έλεγες.μου λείπει η καρέκλα,μα πιο πολύ εσύ.
σε γενικές γραμμές είμαι ευτυχισμένη.θέλω να πω είμαι ευγνώμων που είμαστε όλοι υγειείς,που έχουμε ανθρώπους που μας αγαπούν,που περπατάμε,που βλέπουμε,που ακούμε,που νιώθουμε.
ίσως μετανιώνω που έφαγα λίγο παραπάνω αυτές τις μέρες αλλά υπόσχομαι να το κόψω το γ@μημένο το φαγητό!χαχαχα (προσωπικό αστείο)
τι άλλο ξέχασα;καλά να περάσετε όλοι,με τους ανθρώπους σας!με το καλό να μας μπει η νέα χρονιά που ΘΑ ναι πολύ καλύτερη από την προηγούμενη,με λίγη πίστη και πολλή θετική ενέργεια!φιλιά και αγκαλιά μεγάλη..
πίσω στο θέμα.the holiday,closer,PS i love you,the notebook,bridget jone's diary και έρχονται κι άλλα τέτοια.γιατί;γιατί είναι Χριστούγεννα.κι όσο κι αν λέω ότι τα Χριστούγεννα είναι για να περνάμε τέλεια με φίλους και οικογένεια έξω,δεν παύει για μένα να ναι μια ανάγκη εσωτερικής ηρεμίας.
είναι μια μέρα μετά τα Χριστούγεννα.3:25.είμαι στο σπίτι ενός φίλου.θα κοιμηθώ εδώ.κοιμάται.η μητέρα του στο δίπλα δωμάτιο επίσης.μόλις τελείωσε η ταινία.ακούω γέλια από δίπλα.κοιτάζω έξω.ελάχιστα λαμπιόνια φωτίζουν αυτή την άγρια και ταυτόχρονα τόσο ήρεμη νύχτα.το ρολόι δε σταμάτησε να ακούγεται.τικ τακ τικ τακ.φυσάει και λίγο.κι εγώ εδώ,καθισμένη στον καναπέ,με το κινητό στο χέρι,μ'ένα μαξιλάρι κι ένα πάπλωμα,να σκέφτομαι όσα έκανα φέτος.όσα τόλμησα να κάνω,όσα ξέχασα να κάνω,όσα δεν περίμενα ποτέ ότι θα έκανα,όσα τελικά δεν έκανα κι όσα θα θελα να χα κάνει.φέρνω στο μυαλό την απουσία του ανθρώπου που ήταν για χρόνια στη μεγάλη καρέκλα του τραπεζιού.που τώρα αντικαταστάθηκε από μια μικρότερη,κανονική θα την έλεγες.μου λείπει η καρέκλα,μα πιο πολύ εσύ.
σε γενικές γραμμές είμαι ευτυχισμένη.θέλω να πω είμαι ευγνώμων που είμαστε όλοι υγειείς,που έχουμε ανθρώπους που μας αγαπούν,που περπατάμε,που βλέπουμε,που ακούμε,που νιώθουμε.
ίσως μετανιώνω που έφαγα λίγο παραπάνω αυτές τις μέρες αλλά υπόσχομαι να το κόψω το γ@μημένο το φαγητό!χαχαχα (προσωπικό αστείο)
τι άλλο ξέχασα;καλά να περάσετε όλοι,με τους ανθρώπους σας!με το καλό να μας μπει η νέα χρονιά που ΘΑ ναι πολύ καλύτερη από την προηγούμενη,με λίγη πίστη και πολλή θετική ενέργεια!φιλιά και αγκαλιά μεγάλη..
Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010
wake-up call..
δε μπορώ να σταματήσω να σε σκέφτομαι.όχι,ούτε τώρα,που τα πράγματα πάνε ανέλπιστα καλά.να,αυτό ήθελα μόνο.να ακούσω αυτές τις ΑΠΛΕΣ λέξεις,που ξέρω ότι εννοούσες,που ξέρω πως βγήκαν απ την καρδιά σου.όπως όλα όσα μου χεις πει.
δε μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι τη μέρα εκείνη που πέρασε,μα κι αυτή που θα ρθει.δε μπορώ,γιατί νιώθω πιο τέλεια από ποτέ,και σε σκέφτομαι επίσης πιο πολύ από ποτέ.σκέφτομαι τι να βάλω,τι να πω.μα καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα.μου φτάνει να μαστε μαζί για λίγες ώρες.να μιλάμε,να μιλάμε,να μιλάμε.να καταφέρεις να με μάθεις όσο καλά σε ξέρω εγώ.να μάθεις πράγματα που δε σου χω πει ποτέ.για μένα,για σένα.
μπορώ να ρθω με μια φόρμα,με τα αθλητικά μου,με μια απλή μπλούζα,θέλω να με κοιτάς στα μάτια μονάχα.θέλω να μιλήσουμε,είναι το μόνο που μου λείπει αυτή τη στιγμή.
με ξύπνησες,το ξέρεις?είχα κοιμηθεί στις 7 το πρωί,είχα αγωνία.
εκείνο το ξύπνημα ήταν το πιο γλυκό της ζωής μου.
ξέρεις τι είναι η πρώτη φωνή που ακούς μόλις ξυπνήσεις να ναι του.. -πώς να σε πω τώρα-
του ανθρώπου που αγαπάς όσο τίποτα? (μην τρομάζεις γαμώτο)
η καρδιά μου χτυπάει δυνατά.
θέλω κάποια στιγμή να καταφέρουμε αυτό που σου έγραψα..
κοιτάζω στον καθρέφτη και χαμογελάω.
βλέπω την ψυχή μου να χαμογελά.
πρώτη φορά τόσο έντονα.
είναι σπουδαίο να ξέρουν πώς αισθάνεσαι,κι ας μην αισθάνονται το ίδιο.κι ας μη ΓΙΝΕΤΑΙ να αισθάνονται τόσα πολλά.
μου φτάνει που ξέρεις να εκτιμάς,αλήθεια μου φτάνει.
δε μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι τη μέρα εκείνη που πέρασε,μα κι αυτή που θα ρθει.δε μπορώ,γιατί νιώθω πιο τέλεια από ποτέ,και σε σκέφτομαι επίσης πιο πολύ από ποτέ.σκέφτομαι τι να βάλω,τι να πω.μα καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα.μου φτάνει να μαστε μαζί για λίγες ώρες.να μιλάμε,να μιλάμε,να μιλάμε.να καταφέρεις να με μάθεις όσο καλά σε ξέρω εγώ.να μάθεις πράγματα που δε σου χω πει ποτέ.για μένα,για σένα.
μπορώ να ρθω με μια φόρμα,με τα αθλητικά μου,με μια απλή μπλούζα,θέλω να με κοιτάς στα μάτια μονάχα.θέλω να μιλήσουμε,είναι το μόνο που μου λείπει αυτή τη στιγμή.
με ξύπνησες,το ξέρεις?είχα κοιμηθεί στις 7 το πρωί,είχα αγωνία.
εκείνο το ξύπνημα ήταν το πιο γλυκό της ζωής μου.
ξέρεις τι είναι η πρώτη φωνή που ακούς μόλις ξυπνήσεις να ναι του.. -πώς να σε πω τώρα-
του ανθρώπου που αγαπάς όσο τίποτα? (μην τρομάζεις γαμώτο)
η καρδιά μου χτυπάει δυνατά.
θέλω κάποια στιγμή να καταφέρουμε αυτό που σου έγραψα..
κοιτάζω στον καθρέφτη και χαμογελάω.
βλέπω την ψυχή μου να χαμογελά.
πρώτη φορά τόσο έντονα.
είναι σπουδαίο να ξέρουν πώς αισθάνεσαι,κι ας μην αισθάνονται το ίδιο.κι ας μη ΓΙΝΕΤΑΙ να αισθάνονται τόσα πολλά.
μου φτάνει που ξέρεις να εκτιμάς,αλήθεια μου φτάνει.
Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010
*ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,σου φθάνει ο θαυμασμός σου..*
η σονάτα του σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου..δε διαβάζω ποίηση,λογοτεχνία,δε διαβάζω τίποτα..μα αυτό το αγαπώ.διαβάστε ή ακούστε το, ό,τι προτιμάτε.εγώ και τα δυο..
(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.)
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι αϋλη,
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία –
λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
- μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα
δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει
ή να κρατήσει ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου
είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς
με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε
οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.
Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64 -
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64 -
κ’ οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σου ‘λεγα για την πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; -
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ’ Αι Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι
που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων –
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ’ τα’ αδηφάγα μάτια των αντρών
κι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ‘βλεπα)
- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,
σου φθάνει ο θαυμασμός σου, -
θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
άλλος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. –
Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,
κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -
ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή
παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, - πώς να το φέρω; - Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,
αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω άπ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
με την γριά βαριά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξω
μ' όλο πού πίσω απ' τούς τοίχους
μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας –
κ' η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για που και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου - έστω κ' ενός αργού θανάτου-
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της.
Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες
που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια πίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου
– δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;
Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,
στο βάθος του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;
Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω
– κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,
ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, -
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;
Βαθύ βαθύ το πέσιμο,
βαθύ βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,
όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος.
Έτσι κάθε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.
Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο
πού κάνουν οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ετοιμάζω δυο - ποιος να τον πιει τον άλλον; -
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας
απ' το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια,
τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες - τι να τις κάνεις; -
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θα ‘ρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει
να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-
ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα ‘κρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κ' ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αϊ-Νικόλα, πριν κατεβεί τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ‘ναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει «η παρακμή μίας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ' το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει.)
(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.)
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι αϋλη,
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία –
λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
- μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα
δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει
ή να κρατήσει ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου
είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς
με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε
οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.
Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64 -
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64 -
κ’ οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σου ‘λεγα για την πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; -
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ’ Αι Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι
που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων –
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ’ τα’ αδηφάγα μάτια των αντρών
κι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ‘βλεπα)
- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,
σου φθάνει ο θαυμασμός σου, -
θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
άλλος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. –
Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,
κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -
ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή
παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, - πώς να το φέρω; - Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,
αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω άπ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
με την γριά βαριά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξω
μ' όλο πού πίσω απ' τούς τοίχους
μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας –
κ' η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για που και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου - έστω κ' ενός αργού θανάτου-
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της.
Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες
που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια πίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου
– δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;
Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,
στο βάθος του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;
Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω
– κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,
ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, -
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;
Βαθύ βαθύ το πέσιμο,
βαθύ βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,
όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος.
Έτσι κάθε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.
Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο
πού κάνουν οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ετοιμάζω δυο - ποιος να τον πιει τον άλλον; -
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας
απ' το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια,
τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες - τι να τις κάνεις; -
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θα ‘ρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει
να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-
ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα ‘κρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κ' ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αϊ-Νικόλα, πριν κατεβεί τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ‘ναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει «η παρακμή μίας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ' το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει.)
Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010
αποστολή εξετελέσθη..
ο πιο ΥΠΕΡΟΧΟΣ άνθρωπος της γης,ο πιο ΥΠΕΡΟΧΟΣ που έχω γνωρίσει ΠΟΤΕ ΜΟΥ,μόλις με έκανε ευτυχισμένη..ένα μεγάλο ευχαριστώ,με την ελπίδα να το δει και από εδώ.. :')
μη ρωτήσετε,παρακαλώ!δεν είμαι ακόμα έτοιμη να σας πω!αλλά είναι όλα καλά,είμαι πολύ χαρούμενη,θα περάσω τέλεια στις γιορτές και τα λοιπά και τα λοιπά!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ μέσα από την καρδιά μου που περάσαμε μαζί όλο αυτό που ζούσα,που με συμβουλεύατε,που με βρίζατε(ναυτάκο για σένα),που με ανεχτήκατε,έτσι γκρινιάρα και παραπονιάρα που ήμουν!!αλλά ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ να μαι καλό παιδί μέχρι το γενάρη!μετά δεν ξέρει κανείς!
P.S:εσένα πώς θα σε ξεπεράσω ρε βλάκα,που είσαι τόσο γαμάτος?πφφφφφφφ τέεεεελος πάντων,είπαμε,από γενάρη τα παραπονάκια!
ΦΙΛΙΑ
("πίτα fan") αχαχαχαχα
μη ρωτήσετε,παρακαλώ!δεν είμαι ακόμα έτοιμη να σας πω!αλλά είναι όλα καλά,είμαι πολύ χαρούμενη,θα περάσω τέλεια στις γιορτές και τα λοιπά και τα λοιπά!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ μέσα από την καρδιά μου που περάσαμε μαζί όλο αυτό που ζούσα,που με συμβουλεύατε,που με βρίζατε(ναυτάκο για σένα),που με ανεχτήκατε,έτσι γκρινιάρα και παραπονιάρα που ήμουν!!αλλά ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ να μαι καλό παιδί μέχρι το γενάρη!μετά δεν ξέρει κανείς!
P.S:εσένα πώς θα σε ξεπεράσω ρε βλάκα,που είσαι τόσο γαμάτος?πφφφφφφφ τέεεεελος πάντων,είπαμε,από γενάρη τα παραπονάκια!
ΦΙΛΙΑ
("πίτα fan") αχαχαχαχα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)